Greek Meaning of administered (to)
διοικούμενη (σε)
Other Greek words related to διοικούμενη (σε)
- φρόντιζε (για)
- έκανε για
- γιατρεύτηκε
- Φρόντισε
- πρόσεξε
- κοίταξε
- διακόνησε [ðiakónise]
- θηλάζει
- έκοψε
- επεξεργασμένος
- περίμενε
- περίμενε
- βοήθησε
- προσαρμοσμένο (σε)
- γιατρεμένος
- Ήταν μητέρα
- συντηρημένο
- παρέχεται (για)
- υποστηριζόμενος
- φρόντισε
- καλομαθημένο
- συντηρημένο
- παραποιημένο
- χιουμοριστικός
- Κακομαθημένος
- Διορθωμένο
- κακομαθημένος
- κακομαθημένος
Nearest Words of administered (to)
Definitions and Meaning of administered (to) in English
administered (to)
No definition found for this word.
FAQs About the word administered (to)
διοικούμενη (σε)
φρόντιζε (για),έκανε για,γιατρεύτηκε,Φρόντισε,πρόσεξε,κοίταξε,διακόνησε [ðiakónise],θηλάζει,έκοψε,επεξεργασμένος
ξέχασα,παραμελημένος,παραβλεπόμενος,βούρτσισε (στο πλάι ή μακριά),προσβάλλω
administer (to) => Χορηγεί (σε), admeasuring => μέτρηση, admeasurement => μέτρηση, admeasured => μετρημένος, ad-libbing => αυτοσχεδιασμός,