Greek Meaning of provided (for)

παρέχεται (για)

Other Greek words related to παρέχεται (για)

Definitions and Meaning of provided (for) in English

provided (for)

to supply what is needed for (something or someone), to cause (something) to be available or to happen in the future

FAQs About the word provided (for)

παρέχεται (για)

to supply what is needed for (something or someone), to cause (something) to be available or to happen in the future

επιτρέπονται (για),αναμενόμενος,θεωρούμενος,προσαρμοσμένος,προσαρμοσμένο,αναμενόμενος,εικονιζόμενος επί,θεωρείται,καταλύματα,υποθετικός

σε έκπτωση

provided => προσφέρονται, provide (for) => παρέχω (σε), provenders => προμηθευτές, protuberances => προεξοχές, protrusions => προεξοχές,