FAQs About the word providing (for)

παροχή (για)

to supply what is needed for (something or someone), to cause (something) to be available or to happen in the future

επιτρέποντας (για),δεδομένου ότι,σχετικά,ρύθμιση,προσδοκώντας,υπολογίζοντας,φιλόξενος,προσαρμοστικός,υπολογίζοντας,κλιματισμός

έκπτωση,αγνοώντας

providing => παρέχοντας, provides => προσφέρει, providers => προμηθευτές, provided (for) => παρέχεται (για), provided => προσφέρονται,