Greek Meaning of provisioned
προμηθευμένος
Other Greek words related to προμηθευμένος
- Εξοπλισμένος
- επιπλωμένος
- δοθείς
- εξοπλισμένος
- εξοπλισμένος
- εξοπλισμένος
- περιζωσμένος
- περίμετρος
- εφοδιασμένος
- προετοιμασμένος
- παρουσιάζεται
- στημένος
- αποθηκευμένο
- εκχωρημένος
- διατεθεί
- κατανεμημένο
- οπλισμένος
- εκχωρηθείς
- απονεμημένος
- συνεισέφερε
- διανεμηθεί
- διανεμήθηκε
- διανεμημένος
- διένεμε
- δωρεά
- Εξοπλίζω
- οχυρωμένος
- έδωσε
- διανεμήθηκε
- εξοπλισμένος
- μετρημένος (έξω)
- κατανεμημένος
- κατατμημένος (έξω)
- μερίδες
- αναλογικός
- Επανεξοπλισμένο
- Επανεξοπλισμένος
- Ανακαινισμένο
- εφοδιασμένος
Nearest Words of provisioned
Definitions and Meaning of provisioned in English
provisioned
a stock of needed materials or supplies, proviso, stipulation, a stock of food, to supply with provisions, a stock of materials or supplies, the fact or state of being prepared beforehand, condition entry 1 sense 1, the act or process of providing, a measure taken beforehand to deal with a need or contingency, to supply with needed materials (such as food), a stipulation (as a clause in a statute or contract) made beforehand, something done beforehand
FAQs About the word provisioned
προμηθευμένος
a stock of needed materials or supplies, proviso, stipulation, a stock of food, to supply with provisions, a stock of materials or supplies, the fact or state o
Εξοπλισμένος,επιπλωμένος,δοθείς,εξοπλισμένος,εξοπλισμένος,εξοπλισμένος,περιζωσμένος,περίμετρος,εφοδιασμένος,προετοιμασμένος
στερημένος,αποστερημένος,εκχωρήθηκε,γυμνός,стрипт
proving => αποδεικνύοντας, provincials => επαρχιώτες, provincialisms => Προβινσιαλισμοί, provinces => επαρχίες, providing (for) => παροχή (για),