Greek Meaning of provokes
προκαλεί
Other Greek words related to προκαλεί
- ενθαρρύνει
- εμπνέει, εμπνέει
- ανακατεύει
- οδήγησης
- Ανάβει
- προκαλεί
- κίνητρα
- κινήσεις
- προκαλεί
- σπινθήρες
- ερεθίσματα
- χλευασμοί
- επιταχύνει
- ενεργοποιεί
- επιδεινώνει
- εξοργίζει
- ενοχλεί
- ενοχλεί
- φλεγμονές
- εξοργίζει
- εξοργίζει
- οπαδοί
- λαμβάνει
- φλεγμονές
- ερεθίζει
- Ανάβει
- εξαγριώνει
- αυξάνει
- κοροϊδίες
- πειράζει
- ανατρέπει
- ενοχλεί
Nearest Words of provokes
Definitions and Meaning of provokes in English
provokes
to provide the needed stimulus for, to excite to anger, to incite to anger, to induce (a physical reaction), to call forth (a feeling, an action, etc.), to stir up, to stir up purposely, to arouse to a feeling or action
FAQs About the word provokes
προκαλεί
to provide the needed stimulus for, to excite to anger, to incite to anger, to induce (a physical reaction), to call forth (a feeling, an action, etc.), to stir
ενθαρρύνει,εμπνέει, εμπνέει,ανακατεύει,οδήγησης,Ανάβει,προκαλεί,κίνητρα,κινήσεις,προκαλεί,σπινθήρες
ηρεμεί.,καταπραΰνει,υποτάσσει,κατευνάζει,ηρεμεί,εξιλεώνει,κατευνάζει,Ηρεμεί,ηρεμεί
provocativeness => Πρόκληση, provocations => Πρόκλησεις, provisos => όροι, provisoes => διατάξεις, provisioning => εφοδιασμός,