Greek Meaning of fit (out)

Εξοπλίζω

Other Greek words related to Εξοπλίζω

Definitions and Meaning of fit (out) in English

fit (out)

to supply with necessaries or means, outfit

FAQs About the word fit (out)

Εξοπλίζω

to supply with necessaries or means, outfit

εξοπλίζω,παρέχω,προμήθεια,Μοιράστε,διανέμω,ζώνω,διανέμω,Δεσμίδα (για είσοδο ή έξοδο),στολή,(διανέμω)

στερώ,Λωρίδα,στερώ,αποεπενδύω

fit (in) => Εντάσσεται, fit (in or into) => χωράω (σε), fistfuls => χούφτες, fissures => ρωγμές, fishwives => ψαράδες,