FAQs About the word fisherwomen

Ψαράδες

a woman who fishes as an occupation or for pleasure

ψαράς,ψαράδες,ψαράδες,Αλιείς,Ψαράδες με μύγα,Τρόλ,βράγχια,Σέρφερ,ψαράδες,τράτες

No antonyms found.

fisherwoman => ψαρά, fishers => ψαράδες, fisherfolk => ψαράς, fished (for) => ψαρεμένο (για), fish (for) => ψαρεύω,