FAQs About the word fishwifes

ψαράδες

a woman who sells fish, a vulgar abusive woman

πικαρόμυαλοι,Λογοκριτές,Κυρίες του δράκου,Ερινύες,γοργόνες,μυοσκούμπρια,Αμαζόνες,αρπαγές,αλεπούδες,τσεκούρια μάχης

No antonyms found.

fishnets => δίχτυα ψαρέματος, fisherwomen => Ψαράδες, fisherwoman => ψαρά, fishers => ψαράδες, fisherfolk => ψαράς,