Greek Meaning of divested

εκχωρήθηκε

Other Greek words related to εκχωρήθηκε

Definitions and Meaning of divested in English

Webster

divested (imp. & p. p.)

of Divest

FAQs About the word divested

εκχωρήθηκε

of Divest

γυμνός,φαλακρός,Γυμνός,Καθαρός,γήινος,Στοιχειώδης,ειλικρινής,οικιακός,σεμνός,απλός

στολισμένος,διακοσμημένος,διακοσμημένο,υπερβολικός,φανταχτερός,εντυπωσιακός,χτυπητός,φανταχτερός,φανταχτερός,δυνατός

divest => αποεπενδύω, divertive => αποσπαστικός, divertissement => ψυχαγωγία, divertisement => ψυχαγωγία, divertise => διασκεδάζω,