Greek Meaning of divertingly
διασκεδαστικό
Other Greek words related to διασκεδαστικό
- αστείος
- ευχάριστος
- Διασκεδαστικό
- διασκέδαση
- απολαυστικό
- συναρπαστικός
- ωραίο
- ευχάριστος
- ευχάριστος
- ευχάριστος
- αντίκα
- δελεαστικός
- αστείος
- κωμικός
- αστείος
- φαρσικός
- αστείο
- χαρούμενος
- χαρούμενος
- Αστείος
- χιουμοριστικό
- αστείος
- χαρούμενος
- χαρούμενος
- αστείος
- χαρούμενος
- χαρούμενος
- αναψυχής
- θορυβώδης
- Γελοίος
- ικανοποιητικό
- διεγερτικό
- ηλιόλουστος
- συναρπαστικός
- θορυβώδης
- Καλώς ήρθατε (Kalos orisate)
Nearest Words of divertingly
Definitions and Meaning of divertingly in English
divertingly (r)
in an entertaining and amusing manner
FAQs About the word divertingly
διασκεδαστικό
in an entertaining and amusing manner
αστείος,ευχάριστος,Διασκεδαστικό,διασκέδαση,απολαυστικό,συναρπαστικός,ωραίο,ευχάριστος,ευχάριστος,ευχάριστος
βαρετό,μονότονο,Θλιβερός,βαρετό,επίπεδος,βαρύς,βαρετός,μολυβένιος,μονότονος,πεζός
diverting => παραπλανητικό, divertimento => διασκέδαση, diverticulum => εκκολπωματία, diverticulosis => Εκκολπωματίωση, diverticulitis => εκκολπωμάτιση,