FAQs About the word divestment

αποεπένδυση

The act of divesting.

στερώ,στερώ,εξώσεις,εκτοπίζω,απαλλοτριώνω,Λωρίδα,παράρτημα,κατάλληλος,στερώ,επιτάσσειν

Βάρος,Βαρύνω,Αναχαιτίζω,σέλα,καλάθι δώρων,θέμα,βάρος (κάτω),(translation not provided),δεσμός,δεσμός

divestiture => αποεπένδυση, divesting => αποεπένδυση, divestible => εκποιήσιμος, divested => εκχωρήθηκε, divest => αποεπενδύω,