FAQs About the word dividedly

διαιρεμένα

Separately; in a divided manner.

διαχωρίζω,σε αντίθεση,Διασπασμένος,σε διαμάχη,βαλκανοποιημένος,κλασματικός,κλασματικός

ομόφωνα,αδιαίρετος,ενωμένος

divided up => διαιρεμένος, divided highway => Διχοτομημένος αυτοκινητόδρομος, divided => διαιρεμένος, divide => διαίρεση, dividant => μέρισμα,