Greek Meaning of dividedly
διαιρεμένα
Other Greek words related to διαιρεμένα
Nearest Words of dividedly
Definitions and Meaning of dividedly in English
dividedly (adv.)
Separately; in a divided manner.
FAQs About the word dividedly
διαιρεμένα
Separately; in a divided manner.
διαχωρίζω,σε αντίθεση,Διασπασμένος,σε διαμάχη,βαλκανοποιημένος,κλασματικός,κλασματικός
ομόφωνα,αδιαίρετος,ενωμένος
divided up => διαιρεμένος, divided highway => Διχοτομημένος αυτοκινητόδρομος, divided => διαιρεμένος, divide => διαίρεση, dividant => μέρισμα,