FAQs About the word balkanized

βαλκανοποιημένος

to break up (a region, a group, etc.) into smaller and often hostile units, divide, compartmentalize

Διασπασμένος,διαιρεμένος,κλασματικός,κλασματικός,διαχωρίζω,φατριαστικός

ομόφωνα,αδιαίρετος,ενωμένος

balk (at) => αντιτίθεμαι, bales => μπάλες, balances => υπόλοιπα, baksheeshs => Μπαξίσι, bakes => ψήνει,