Greek Meaning of balking (at)

δισταγμός

Other Greek words related to δισταγμός

Definitions and Meaning of balking (at) in English

balking (at)

No definition found for this word.

FAQs About the word balking (at)

δισταγμός

μειούμενη,αρνούμαι,Απορριπτικός,περνώντας πάνω,ρίψη,απόρριψη,αποφυγή,αρνούμενος,αποδοκιμαστικός,απορρίπτω

Αποδεκτός,Εγκριτικός,συμφωνία (με),υιοθεσία,Συμφωνία,Αγκαλιάζει,λήψη,λήψη,ανεκτικός,φιλόξενος

balked (at) => διστάζω για, balkanized => βαλκανοποιημένος, balk (at) => αντιτίθεμαι, bales => μπάλες, balances => υπόλοιπα,