Greek Meaning of throwing over
ρίψη
Other Greek words related to ρίψη
- μειούμενη
- αρνούμαι
- Απορριπτικός
- δισταγμός
- περνώντας πάνω
- εκτινάσσοντας
- απόρριψη
- αποφυγή
- αρνούμενος
- αποδοκιμαστικός
- απορρίπτω
- αμφισβητώντας
- απαγορευτικό
- αγνοώντας
- αρνητικός
- περνώντας
- επιτιμητικός
- αποποιούμενοι
- βάζω βέτο
- απόσυρση
- αποχή (από)
- φυσητο
- Nixing
- αποχή (από)
- περιφρονώντας
- Επαναλαμβάνω
- abjuring
- αποκηρύσσοντας
- αποποιούμενος
- περιφρονητικώς
- διάψευση
- ανεκτικός
- ψευδορκία
- άρνηση
- άκυρο
- απωθητικός
- διάψευση
- αναίρεση
- διαψεύδοντας
- εγκατάλειψη
- συρριγμός
- ανάκληση
- προσκοπισμός
- κολλώδης
- οπισθοχώρηση
- Υποχωρώ
- παράκαμψη
- αντιφατικός
- αμφιλεγόμενος
- παράκαμψη
- διαφωνία (με)
- αποταγή
- απαγορευτικό
- απαγορεύοντας
- υπενθύμιση
- περιφρόνηση
- του να πεις
Nearest Words of throwing over
- throwing out => εκτινάσσοντας
- throwing off => πετάω
- throwing in the towel => πετάω την πετσέτα
- throwing in the sponge => πετάω την πετσέτα
- throwing in => Αυτοβολή
- throwing down => πετάω κάτω
- throwing back => ρίχνω πίσω
- throwing (on) => ρίψη (σε)
- throw over => πετάω πέρα
- throw in the sponge => ρίχνουμε το σφουγγάρι
Definitions and Meaning of throwing over in English
throwing over
to refuse to accept, to forsake despite bonds of attachment or duty
FAQs About the word throwing over
ρίψη
to refuse to accept, to forsake despite bonds of attachment or duty
μειούμενη,αρνούμαι,Απορριπτικός,δισταγμός,περνώντας πάνω,εκτινάσσοντας,απόρριψη,αποφυγή,αρνούμενος,αποδοκιμαστικός
Αποδεκτός,Εγκριτικός,λήψη,συμφωνία (με),υιοθεσία,Συμφωνία,Αγκαλιάζει,επιλογή,λήψη,ανεκτικός
throwing out => εκτινάσσοντας, throwing off => πετάω, throwing in the towel => πετάω την πετσέτα, throwing in the sponge => πετάω την πετσέτα, throwing in => Αυτοβολή,