FAQs About the word sticking

κολλώδης

extending out above or beyond a surface or boundary

προσκολλημένος,προσκολλημένος,σχίσιμο,Κόλλημα,κόλληση,υποχρεωτικός,συνεκτικός,στερέωση,Τήξη,υλοτομία

πτώση,πτώση,χαλάρωση

stickiness => κολλητικότητα, stickily => κολλώδης, sticker => Αυτοκόλλητο, stickball game => Παιχνίδι στικμπόλ, stickball => Στικμπόλ,