FAQs About the word adhering

προσκολλημένος

of Adhere

προσκολλημένος,κόλληση,κολλώδης,σχίσιμο,Κόλλημα,υλοτομία,υποχρεωτικός,συνεκτικός,στερέωση,Τήξη

πτώση,πτώση,χαλάρωση

adherer => οπαδός, adherently => κολλητικά, adherent => οπαδός, adherency => προσκόλληση, adherence => προσκόλληση,