FAQs About the word adherently

κολλητικά

In an adherent manner.

Κόλλα,κολλώδης,προσκολλημένος,Κολλώδης,κολλώδης,κολλώδης,κολλώδης,επίμονος,ιξώδης,ιξώδης

μη κολλώδες,μη ιξώδες

adherent => οπαδός, adherency => προσκόλληση, adherence => προσκόλληση, adhered => προσκολλημένο, adhere => προσκολλώμαι,