FAQs About the word ropey

ιξώδης

of or resembling rope (or ropes) in being long and strong, forming viscous or glutinous threads, (British informal) very poor in quality

παχύς,βαρύς,κολλώδης,σιροπώδης,Θολό,ιξώδης,ιξώδης,συμπυκνωμένος,Συμπυκνωμένο,κρεμώδης

λεπτός,Υδαρής,ρευστό,Ρευστό,υγρό,ρευστό,σούπα,Αδύναμος,Αραίωση,αραιωμένο

ropeway => Τελεφερίκ, ropewalker => σχοινοβάτης, ropewalk => Σχοινοποιείο, rope's-end => Άκρη σχοινιού, ropery => σκοινί,