FAQs About the word ropewalker

σχοινοβάτης

an acrobat who performs on a rope stretched at some height above the groundA ropedancer.

ακροβάτης,σχοινοβάτης,τραμπολινοσκιέρ,Τραπαζίστας,Τραμπαλίστας,ακροβάτης,Ακροβάτης που στρίβει το σώμα του,Τραμπολινίστας,ποτήρι,ασκούμενος

No antonyms found.

ropewalk => Σχοινοποιείο, rope's-end => Άκρη σχοινιού, ropery => σκοινί, roper => σχοινί, rope-maker => Σκοινάς,