Greek Meaning of adhesively
κολλητικό
Other Greek words related to κολλητικό
Nearest Words of adhesively
- adhesive tape => Κολλητική ταινία
- adhesive plaster => Επιθέματα
- adhesive material => συγκολλητικό υλικό
- adhesive friction => Συνοχή
- adhesive bandage => Επίθεμα
- adhesive agent => Κολλητική ουσία
- adhesive => Κόλλα
- adhesion contract => Σύμβαση προσχώρησης
- adhesion => προσκόλληση
- adhering => προσκολλημένος
Definitions and Meaning of adhesively in English
adhesively (adv.)
In an adhesive manner.
FAQs About the word adhesively
κολλητικό
In an adhesive manner.
οπαδός,κολλώδης,προσκολλημένος,Ζελατινώδης,Κολλώδης,κολλώδης,κολλώδης,κολλώδης,επίμονος,ιξώδης
μη κολλώδες,μη ιξώδες
adhesive tape => Κολλητική ταινία, adhesive plaster => Επιθέματα, adhesive material => συγκολλητικό υλικό, adhesive friction => Συνοχή, adhesive bandage => Επίθεμα,