Greek Meaning of cohering

συνεκτικός

Other Greek words related to συνεκτικός

Definitions and Meaning of cohering in English

Webster

cohering (p. pr. & vb. n.)

of Cohere

FAQs About the word cohering

συνεκτικός

of Cohere

Συμφωνία,ταυτόχρονος,συμμορφούμενος,αποτελούμενο,αντίστοιχος,κατάλληλος,σύμφωνα με,στοίχιση,απάντηση,έλεγχος

αντιφατικός,διαφορετικό από,διαφωνία (με),συγκρουόμενο,Αντιφατικό,αμφισβητώντας,ενοχλητικός,άρνηση,ακυρώνει,άρνηση

coherer => Συγκόλλημα, coherently => συνεκτικά, coherent => συνεκτικός, coherency => συνοχή, coherence => συνοχή,