Greek Meaning of squaring
τετραγωνισμός
Other Greek words related to τετραγωνισμός
- Συμφωνία
- ταυτόχρονος
- συμμορφούμενος
- αντίστοιχος
- κατάλληλος
- σύμφωνα με
- στοίχιση
- απάντηση
- έλεγχος
- συνεκτικός
- συμπεριφερόμενος
- αποτελούμενο
- σφήνα
- εξισώνοντας
- πέφτοντας με
- πηγαίνω
- εναρμονιστική
- τζιμπάρισμα
- ταιριαστό
- παράλληλος
- Ομοιοκαταληξία
- διαλογή
- σύγκριση
- ευθυγράμμιση
- Συγχορδίες
- ισούται
- στέκομαι στην ουρά
- Καταχώρηση
- ομοιοκαταληξία
Nearest Words of squaring
Definitions and Meaning of squaring in English
squaring
a solid object or piece approximating a cube or having a square as its largest face, an unopened cotton flower with its enclosing bracts, a person who is conventional or conservative in taste or way of life, a square meal, forming a right angle, raised to the second power, being or converted to a unit of area equal in measure to a square each side of which measures one unit of a specified unit of length, any of the quadrilateral spaces marked out on a board for playing games, the product of a number multiplied by itself, having four equal sides and four right angles, being approximately a cube, rectangular and equilateral in section, having a shape that is broad for the height and rectangular rather than curving in outline, a rectangle with all four sides equal, an instrument having at least one right angle and two straight edges used especially to lay out or test right angles, an open place or area formed at the meeting of two or more streets, block sense 6a, having a square base
FAQs About the word squaring
τετραγωνισμός
a solid object or piece approximating a cube or having a square as its largest face, an unopened cotton flower with its enclosing bracts, a person who is conven
Συμφωνία,ταυτόχρονος,συμμορφούμενος,αντίστοιχος,κατάλληλος,σύμφωνα με,στοίχιση,απάντηση,έλεγχος,συνεκτικός
αντιφατικός,διαφορετικό από,διαφωνία (με),αμφισβητώντας,συγκρουόμενο,Αντιφατικό,άρνηση,ακυρώνει,άρνηση,ενοχλητικός
squares => τετράγωνα, square-riggers => Πλήρη ιστιοφορία, squared (off) => τετραγωνισμένο (εκτός), square ones => τετράγωνα, square dances => Τετράγωνοι χοροί,