Greek Meaning of consisting
αποτελούμενο
Other Greek words related to αποτελούμενο
- ταυτόχρονος
- συμμορφούμενος
- αντίστοιχος
- σύμφωνα με
- Συμφωνία
- στοίχιση
- απάντηση
- έλεγχος
- συνεκτικός
- συμπεριφερόμενος
- σφήνα
- εξισώνοντας
- πέφτοντας με
- κατάλληλος
- πηγαίνω
- εναρμονιστική
- ταιριαστό
- Ομοιοκαταληξία
- διαλογή
- τετραγωνισμός
- σύγκριση
- ευθυγράμμιση
- Συγχορδίες
- ισούται
- τζιμπάρισμα
- στέκομαι στην ουρά
- παράλληλος
- Καταχώρηση
- ομοιοκαταληξία
Nearest Words of consisting
Definitions and Meaning of consisting in English
consisting
to be composed or made up, to be capable of existing, to be made up or composed, exist, be, makeup or composition (as of coal sizes or a railroad train) by classes, types, or grades and arrangement, to be consistent, lie, reside
FAQs About the word consisting
αποτελούμενο
to be composed or made up, to be capable of existing, to be made up or composed, exist, be, makeup or composition (as of coal sizes or a railroad train) by clas
ταυτόχρονος,συμμορφούμενος,αντίστοιχος,σύμφωνα με,Συμφωνία,στοίχιση,απάντηση,έλεγχος,συνεκτικός,συμπεριφερόμενος
αντιφατικός,διαφορετικό από,διαφωνία (με),συγκρουόμενο,Αντιφατικό,αμφισβητώντας,άρνηση,ακυρώνει,άρνηση,ενοχλητικός
consistencies => συνεχιстиμότητες, consistences => συνάφειες, consisted (of) => Αποτελούνταν (από), consisted => αποτελούνταν, consist (of) => αποτελείται (από),