Greek Meaning of consociating

συνεργαζόμενος

Other Greek words related to συνεργαζόμενος

Definitions and Meaning of consociating in English

consociating

to bring into association, to associate especially in fellowship or partnership

FAQs About the word consociating

συνεργαζόμενος

to bring into association, to associate especially in fellowship or partnership

Σύνδεση,ένταξη,ανάμειξη,σχετικός,τρέξιμο,ταξίδι,ταξιδεύω,συνεργαζόμενοι,συνδεόμενο,κάνω φίλους

αποφυγή,αποφυγή,περιφρόνηση,αποξενωτικός,διάλυση,διασπείρω,διαζύγιο,αποξενωτικό,σχίση,χωρίζοντας

consociated => συνδεδεμένο, consistories => συνόδους, consisting (of) => που αποτελείται (από), consisting => αποτελούμενο, consistencies => συνεχιстиμότητες,