Greek Meaning of teaming
η ομαδική εργασία
Other Greek words related to η ομαδική εργασία
- συγγενεύοντας
- ο συμμαχικός
- συνδέω
- Δέσιμο
- δεσμός
- Νυχτερινό κέντρο
- σύζευξη
- συναρμολόγηση
- ομαδοποίηση
- ένταξη
- σύνδεση
- μίξη
- ανάμειξη
- συγκέντρωση
- σχετικός
- κοινωνικοποίηση
- δέσιμο
- συνεργαζόμενοι
- συνωμοτών
- ομοσπονδούντες
- γειτονικός
- συνδεόμενο
- συνεργαζόμενος
- αλληλένδετος
- δέσιμο
- Σύνδεση
- κάνω φίλους
- να δoλοφoνήσω
- αδελφοποιώ
- κόμπος
- συνδέοντας
- επένδυση
- διαλογή
- ταξίδι
- ταξιδεύω
- γάμος
- Συνοδευτικός
- συναναστροφή
- τα πηγαίνω καλά
- παίρνω
- Κρεμασμένο (γύρω ή έξω)
- φιλικός
- Σύνδεση
- Φιλίες
- τρέξιμο
- συνεργαζόμενος
- αστειεύομαι
- κουβέντα
Nearest Words of teaming
Definitions and Meaning of teaming in English
teaming (n.)
The act or occupation of driving a team, or of hauling or carrying, as logs, goods, or the like, with a team.
Contract work.
FAQs About the word teaming
η ομαδική εργασία
The act or occupation of driving a team, or of hauling or carrying, as logs, goods, or the like, with a team., Contract work.
συγγενεύοντας,ο συμμαχικός,συνδέω,Δέσιμο,δεσμός,Νυχτερινό κέντρο,σύζευξη,συναρμολόγηση,ομαδοποίηση,ένταξη
αποφυγή,αποφυγή,περιφρόνηση,αποξενωτικός,διάλυση,διασπείρω,αποξενωτικό,διαχωρισμός,σχίση,δίνω την κρύα πλάτη
teamed => ομαδική, team up => συνεργάζομαι, team teaching => Ομαδική διδασκαλία, team sport => Ομαδικό άθλημα, team spirit => Ομαδικό πνεύμα,