Greek Meaning of alienating

αποξενωτικός

Other Greek words related to αποξενωτικός

Definitions and Meaning of alienating in English

Wordnet

alienating (s)

causing hostility or loss of friendliness

Webster

alienating (p. pr. & vb. n.)

of Alienate

FAQs About the word alienating

αποξενωτικός

causing hostility or loss of friendlinessof Alienate

αποξενωτικός,δυσάρεστος,αλαζόνας,αποκρουστικός,απωθητικός,δυσάρεστος,δυσάρεστος,περιφρονητικός,Υπερόπτης,θρασύς

γοητευτικός,αποπλιστικός,αγαπημένος,εγκάρδιος,συμπαθής,αγαπητός,νίκη,λατρευτός,επηρεάζοντας,υπονοητικός

alienated => αλλοτριωμένος, alienate => αποξενώνω, alienage => αλλοδαπός, alienable => αλλοτριώσιμος, alienability => Αλλοτριώσιμος,