Greek Meaning of lovable

αγαπητός

Other Greek words related to αγαπητός

Definitions and Meaning of lovable in English

Wordnet

lovable (a)

having characteristics that attract love or affection

Webster

lovable (a.)

Having qualities that excite, or are fitted to excite, love; worthy of love.

FAQs About the word lovable

αγαπητός

having characteristics that attract love or affectionHaving qualities that excite, or are fitted to excite, love; worthy of love.

λατρευτός,όμορφος,αγαπημένος,όμορφος,πολύτιμος,γλυκό,αγαπημένος,γοητευτικός,αγαπητέ,αγαπητέ/αγαπητή

αποτρόπαιος,αποτρόπαιος,Εξευτελιστικός,δυσάρεστος,φρικτός,αποκρουστικός,προσβλητικό,ανάξιος αγάπης,ανομολόγητος,δυσάρεστος

louvre museum => Μουσείο του Λούβρου, louvre => περσίδες, louvered window => Παράθυρο με περσίδες, louvered => περσίδες, louver => περσίδα,