Greek Meaning of kissable
φιλάνθρωπο
Other Greek words related to φιλάνθρωπο
- λατρευτός
- ελκυστικός
- όμορφος
- αγαπημένος
- γοητευτικός
- αγαπητέ
- αγαπητέ/αγαπητή
- επιθυμητός
- αγαπημένος
- αγαπητός
- χαριτωμένος
- αγαπημένος
- όμορφος
- πολύτιμος
- γλυκό
- πολύτιμος
- αγκαλιάζω
- θαυμαστός
- γοητευτικός
- ελκυστικός
- συναρπαστικός
- πολύτιμος
- αποπλιστικός
- μαγευτικός
- Συμμετοχικός
- γοητευτικός
- συναρπαστικός
- ευνοϊκός
- αγαπημένος
- συμπαθητικός
- συμπαθής
- υπέροχος
- ευχάριστος
- νίκη
- γοητευτικός
- Φιλικός
- ευχάριστος
- χαρούμενος
- φιλικός
- απολαυστικό
- φέρνω
- φιλικός
- λαμπρός
- καλόκαρδος
- Καλοσυνάτος
- φιλεύσπλαχνος
- ευγενικός
- ωραίο
- ευχάριστος
- αξιόπιστος
- σεβαστός
- αποτρόπαιος
- αποτρόπαιος
- Εξευτελιστικός
- δυσάρεστος
- απεχθής
- φρικτός
- αποκρουστικός
- βρώμικο
- προσβλητικό
- απωθητικός
- ανάξιος αγάπης
- ανομολόγητος
- δυσάρεστος
- φρικτός
- απεχθής
- φοβερός
- φάουλ
- τρομερός
- γκροτέσκο
- αποτρόπαιος
- χάλια
- τερατώδης
- αποκρουστικός
- άσεμνος
- απωθητικό
- αποκρουστικός
- αποκρουστικός
- σκανδαλώδης
- συγκλονιστικό
- μη ελκυστικός
- δυσάρεστος
- άσχημος
- φαύλος
- φρικτός
- φρικτό
- φρικτός
- δυσμενής
- ναυτία
- δυσώδης
- τερατώδης
- απωθητικό
- αποκρουστικός
Nearest Words of kissable
- kissed good-bye => φιλί του αποχαιρετισμού
- kissed off => φιλημένος
- kissing cousins => Ξαδερφια
- kissing good-bye => αποχαιρετιστήριο φιλί
- kissing off => φιλί αποχαιρετισμού
- kissing up to => κολακεύω
- kiss-off => φιλί αποχαιρετισμού
- kit (up or out) => Δεσμίδα (για είσοδο ή έξοδο)
- kitchen-sink => νεροχύτης
- kited => έκανε kitesurf
Definitions and Meaning of kissable in English
kissable
to curry favor with, to touch (someone or something) gently or lightly, to come in gentle contact, a caress with the lips, leave, a gentle touch or contact, to salute or caress one another with the lips, to touch with the lips as a mark of love or greeting, to act obsequiously especially to gain favor, to act obsequiously toward one especially to gain favor, to touch gently or lightly, an expression of affection, a small cookie made of meringue, to resign oneself to the loss of, to touch (someone or something) with the lips especially as a mark of affection or greeting, a small drop cookie made of meringue, a loving touch with the lips, a bite-size piece of candy often wrapped in paper or foil, a bite-size candy
FAQs About the word kissable
φιλάνθρωπο
to curry favor with, to touch (someone or something) gently or lightly, to come in gentle contact, a caress with the lips, leave, a gentle touch or contact, to
λατρευτός,ελκυστικός,όμορφος,αγαπημένος,γοητευτικός,αγαπητέ,αγαπητέ/αγαπητή,επιθυμητός,αγαπημένος,αγαπητός
αποτρόπαιος,αποτρόπαιος,Εξευτελιστικός,δυσάρεστος,απεχθής,φρικτός,αποκρουστικός,βρώμικο,προσβλητικό,απωθητικός
kiss up to => Κολακεύω, kiss off => φιλί αποχαιρετισμού, kiss good-bye => Φιλί του αποχαιρετισμού, kismets => μοίρες, kis => φιλί,