FAQs About the word kipping

kipping

bed, sleep, sleep, nap

μεσημεριανό ύπνο,ξεκούραστος,υπνάκος,νυσταγμένος,υπνηλία,ψέμα,χαλαρωτικό,αδρανής,υπνηλία,ξαπλωμένος

προκύπτοντας,αφύπνιση,σηκώνομαι,αυξανόμενος,διεγερτικός,εξέγερση,ξυπνάω,διεγερτικός,αφύπνιση,αφύπνιση

kipped => ανεβασμένο, kip (down) => πτώση (χιλοβόλταμπερ), kiosks => περίπτερα, kinships => συγγένειες, kins => συγγενείς,