Greek Meaning of laying
τοποθέτηση
Other Greek words related to τοποθέτηση
- τοποθέτηση
- Τοποθέτηση στην αγορά
- θέση
- εντοπίζοντας
- εκθρόνιση
- κατάθεση
- Διάθεση
- τοποθετώντας
- επιδιόρθωση
- εντοπισμός
- φύτευση
- ρύθμιση
- κολλώδης
- ρύθμιση
- προσάρτηση
- αγκύρωση
- διάταξη
- συναρμολόγηση
- πρόσδεση
- φέροντας
- χειροκροτήματα
- συλλογή
- κρύβεται
- ίδρυση
- πλαταγίζοντας
- κλείδωμα
- διαμονή
- μετακινούμενο
- προσανατολιστικός
- στάθμευση
- Πλάνκινγκ
- αφήνω να πέσει
- παχουλός
- κατάταξη
- αναδιάταξη
- κατακάθιση
- μετατόπιση
- χαστούκι
- σφήνωση
- τοποθέτηση
- Διαμόρφωση θέσης στην αγορά
- πλονκινγκ
- χοροπηδώντας
- τσίμπωμα
- πέταγμα
- ουρά
- ουρά
- Αναδιατάκτωση
Nearest Words of laying
Definitions and Meaning of laying in English
laying (n)
the production of eggs (especially in birds)
laying (p. pr. & vb. n.)
of Lay
laying (n.)
The act of one who, or that which, lays.
The act or period of laying eggs; the eggs laid for one incubation; a clutch.
The first coat on laths of plasterer's two-coat work.
FAQs About the word laying
τοποθέτηση
the production of eggs (especially in birds)of Lay, The act of one who, or that which, lays., The act or period of laying eggs; the eggs laid for one incubation
τοποθέτηση,Τοποθέτηση στην αγορά,θέση,εντοπίζοντας,εκθρόνιση,κατάθεση,Διάθεση,τοποθετώντας,επιδιόρθωση,εντοπισμός
Απομάκρυνση,λήψη,µετακόμιση,μετατοπίζοντας,αντικαθιστώντας,εξορία,εκτόπιση,αντικατάσταση,υπερισχύων
layia platyglossa => Λάια πλατυγλώσσα, layia => Λαία, layette => Βρεφικό σετ, layering => στρώματα, layered => στρωματοποιημένο,