Greek Meaning of affixing
προσάρτηση
Other Greek words related to προσάρτηση
- συνδέω
- κόλληση
- προσκολλημένος
- κάμψη
- αποκόμματα
- στερέωση
- επιδιόρθωση
- σωματώδης
- δέσιμο
- συνδεόμενο
- Κόλλημα
- δέσιμο
- τάβλα
- κεραυνοβολία
- κουμπιά
- σύσφιξη
- σφίξιμο
- σφίγγοντας
- πριτσίνωμα
- κρεμαστό
- εκμετάλλευση
- Χάψινγκ
- ένταξη
- κορδόνια
- μαστίγωμα
- μπλοκάρισμα
- σύνδεση
- κάρφωμα
- επικόλληση
- στερέωση
- γύψωμα
- συναρπαστικό
- βίδωμα
- δεσμώτης
- κολλώδης
- τακάρισμα
- αντιμετώπιση
- συνένωση
- ζυγός
- σφίξιμο
- συνεταιρίζομαι
- Επανασύνδεση
- επισκευή
- συρραφή
- εναλλαγή
Nearest Words of affixing
Definitions and Meaning of affixing in English
affixing (p. pr. & vb. n.)
of Affix
FAQs About the word affixing
προσάρτηση
of Affix
συνδέω,κόλληση,προσκολλημένος,κάμψη,αποκόμματα,στερέωση,επιδιόρθωση,σωματώδης,δέσιμο,συνδεόμενο
αποσπώντας,αποσύνδεσης,αποσυνδέοντας,διαιρών,χωρισμό,διαχωρίζοντας,διαχωρισμός,σχίση,ακύρωση,ξεκούμπωμα
affixial => επιθετικός, affixes => επιθήματα, affixed => προσαρτημένο, affixation => Επίκτημα, affixal => Επιθηματικός,