Greek Meaning of buttoning
κουμπιά
Other Greek words related to κουμπιά
- προσκολλημένος
- προσάρτηση
- τάβλα
- δέσιμο
- κάμψη
- σύσφιξη
- σφίξιμο
- σφίγγοντας
- πριτσίνωμα
- αποκόμματα
- στερέωση
- κόλληση
- κρεμαστό
- μπλοκάρισμα
- στερέωση
- κολλώδης
- σωματώδης
- τακάρισμα
- δέσιμο
- σφίξιμο
- Κόλλημα
- συρραφή
- δέσιμο
- εναλλαγή
- κεραυνοβολία
- επιδιόρθωση
- εκμετάλλευση
- ένταξη
- κορδόνια
- μαστίγωμα
- σύνδεση
- κάρφωμα
- επικόλληση
- γύψωμα
- συναρπαστικό
- βίδωμα
- δεσμώτης
- αντιμετώπιση
- συνένωση
- ζυγός
- συνδεόμενο
- επισκευάζω
- Χάψινγκ
- συνεταιρίζομαι
- Επανασύνδεση
- επανακαθήλωση
- επισκευή
- Αντασφάλιση
Nearest Words of buttoning
Definitions and Meaning of buttoning in English
buttoning (p. pr. & vb. n.)
of Button
FAQs About the word buttoning
κουμπιά
of Button
προσκολλημένος,προσάρτηση,τάβλα,δέσιμο,κάμψη,σύσφιξη,σφίξιμο,σφίγγοντας,πριτσίνωμα,αποκόμματα
αποσύνδεσης,αποσυνδέοντας,διαιρών,διαζύγιο,χαλάρωση,χωρισμό,διαχωρίζοντας,διαχωρισμός,σχίση,χωρίζοντας
buttonhook => κουμπόφουστο, buttonhole stitch => κουβελιάζω, buttonhole => Κουμπότρυπα, buttoned-up => κουμπωμένο, buttoned-down => Κουμπωμένος,