Greek Meaning of buttoned-down

Κουμπωμένος

Other Greek words related to Κουμπωμένος

Definitions and Meaning of buttoned-down in English

Wordnet

buttoned-down (s)

unimaginatively conventional

FAQs About the word buttoned-down

Κουμπωμένος

unimaginatively conventional

συντηρητικός,συμβατικός,παραδοσιακό,Σκληροτράχηλος,Ακίνητος,παλιομοδίτικος,παλαιός,ορθόδοξος,αντιδραστικός,μένω σταθερός

Μεγάλο πνεύμα,εξτρεμιστής,φιλελεύθερος,μοντέρνος,μη παραδοσιακός,προοδευτικός,ριζοσπαστικός,επαναστατικός,μη συμβατικό,ανορθόδοξος

buttoned => κουμπωμένο, button-down => κουμπωτό, buttonbush => Κεφαλαθία, buttonball => Μπάλλα κουμπιού, button up => κουμπί,