Greek Meaning of buttoned-down
Κουμπωμένος
Other Greek words related to Κουμπωμένος
- συντηρητικός
- συμβατικός
- παραδοσιακό
- Σκληροτράχηλος
- Ακίνητος
- παλιομοδίτικος
- παλαιός
- ορθόδοξος
- αντιδραστικός
- μένω σταθερός
- παραδοσιακός
- Υπερσυντηρητικός
- μη προοδευτικό
- Συντηρητικότερος των συντηρητικών
- θεσμικός
- Παλαιοσυντηρητικός
- Φουσκωμένος
- με ορείχαλκο
- αφοσιωμένος
- παλιομοδίτικος
- πιστός
- ομιχλώδης
- κουραστικός
- πιστός
- νεοσυντηρητικός
- Οστεοποιημένος
- Δεξιά
- σετ
- Τετράγωνο
- Αδιάβροχο
- αμετάβλητος
- σταθερός
- σταθερός
- βαρετός
- Τόρι
- πιστός
- ΑΛΗΘΙΝΟΣ
- αντιφιλελεύθερος
- Αντιμοντέρνος
- ξεπερασμένος
- ξεπερασμένος
- Ακροδεξιά
- Άκρα δεξιά
Nearest Words of buttoned-down
Definitions and Meaning of buttoned-down in English
buttoned-down (s)
unimaginatively conventional
FAQs About the word buttoned-down
Κουμπωμένος
unimaginatively conventional
συντηρητικός,συμβατικός,παραδοσιακό,Σκληροτράχηλος,Ακίνητος,παλιομοδίτικος,παλαιός,ορθόδοξος,αντιδραστικός,μένω σταθερός
Μεγάλο πνεύμα,εξτρεμιστής,φιλελεύθερος,μοντέρνος,μη παραδοσιακός,προοδευτικός,ριζοσπαστικός,επαναστατικός,μη συμβατικό,ανορθόδοξος
buttoned => κουμπωμένο, button-down => κουμπωτό, buttonbush => Κεφαλαθία, buttonball => Μπάλλα κουμπιού, button up => κουμπί,