Greek Meaning of buttons

κουμπιά

Other Greek words related to κουμπιά

Definitions and Meaning of buttons in English

Webster

buttons (n.)

A boy servant, or page, -- in allusion to the buttons on his livery.

FAQs About the word buttons

κουμπιά

A boy servant, or page, -- in allusion to the buttons on his livery.

κλήσεις,πλήκτρα,κουμπιά,μοχλοί,διακόπτες,Ενεργοποιητές,ελεγκτές,Κουμπιά,επιλογείς,στοιχεία ελέγχου

σπάει,αποσυνδέεται,διαχωρίζει,χωρίζει,διαζύγια,μέρη,ξεχωριστά,κόβει,διαχωρισμοί,ασύνδετα

button-quail => ορτυκάκι, buttonmold => καλούπι κουμπιών, buttonlike => κουμπόμορφο, buttoning => κουμπιά, buttonhook => κουμπόφουστο,