Greek Meaning of buttoned-up

κουμπωμένο

Other Greek words related to κουμπωμένο

Definitions and Meaning of buttoned-up in English

Wordnet

buttoned-up (s)

(British colloquial) not inclined to conversation

conservative in professional manner

FAQs About the word buttoned-up

κουμπωμένο

(British colloquial) not inclined to conversation, conservative in professional manner

κρύος,κουλ,αποσπασμένος,μακρινό,κρατημένος,απόμακρος,αντικοινωνικός,Ακοινωνικός,κλινικός,Ψυχρός στα μάτια

Φιλικός,φιλικός,εξωστρεφής,φιλικός,εξωστρεφής,κοινωνικός,ζεστός,Φιλικός,φιλικός,δώρο

buttoned-down => Κουμπωμένος, buttoned => κουμπωμένο, button-down => κουμπωτό, buttonbush => Κεφαλαθία, buttonball => Μπάλλα κουμπιού,