Greek Meaning of buttoned-up
κουμπωμένο
Other Greek words related to κουμπωμένο
- κρύος
- κουλ
- αποσπασμένος
- μακρινό
- κρατημένος
- απόμακρος
- αντικοινωνικός
- Ακοινωνικός
- κλινικός
- Ψυχρός στα μάτια
- ξηρός
- παγωμένος
- σκληρός
- Εσωστρεφής
- απόμακρος
- επαγγελματίας
- ερημίτης
- απομακρυσμένος
- ντροπαλός
- σιωπηλός
- απόμακρος-η-ο
- ντροπαλός
- άκαμπτος
- ακοινώνητος
- αποσυρμένος
- αδιάφορος
- κλίκας
- διστακτικός
- αδιάφορος
- αποστασιοποιημένος
- απρόσωπος
- Αδιάφορος
- αδιάφορος
- εγκάρδιος
- Μισάνθρωπος
- υπολειπόμενος
- συγκρατημένος
- αδιέξοδο
- σιωπηλός
- άκοινωνήτος
- Ανεπηρέαστος
- αδιάφορος
- αντικοινωνικός
- Ασύλλογος
Nearest Words of buttoned-up
Definitions and Meaning of buttoned-up in English
buttoned-up (s)
(British colloquial) not inclined to conversation
conservative in professional manner
FAQs About the word buttoned-up
κουμπωμένο
(British colloquial) not inclined to conversation, conservative in professional manner
κρύος,κουλ,αποσπασμένος,μακρινό,κρατημένος,απόμακρος,αντικοινωνικός,Ακοινωνικός,κλινικός,Ψυχρός στα μάτια
Φιλικός,φιλικός,εξωστρεφής,φιλικός,εξωστρεφής,κοινωνικός,ζεστός,Φιλικός,φιλικός,δώρο
buttoned-down => Κουμπωμένος, buttoned => κουμπωμένο, button-down => κουμπωτό, buttonbush => Κεφαλαθία, buttonball => Μπάλλα κουμπιού,