Greek Meaning of asocial

Ακοινωνικός

Other Greek words related to Ακοινωνικός

Definitions and Meaning of asocial in English

Wordnet

asocial (s)

given to avoiding association with others

hostile to or disruptive of normal standards of social behavior

FAQs About the word asocial

Ακοινωνικός

given to avoiding association with others, hostile to or disruptive of normal standards of social behavior

απόμακρος,αντικοινωνικός,κρύος,κουλ,αποσπασμένος,μακρινό,ακοινώνητος,κλινικός,ξηρός,παγωμένος

φιλικός,κοινωνικός,κοινωνικός,ζεστός,δώρο,κοινωτικός,φιλικός,Φιλικός,φιλικός,εκτατικός

asoak => μούσκεμα, asmonean => Ασμοναίος, asmera => Ασμάρα, asmear => λερώνω, asmara => Ασμάρα,