Greek Meaning of indrawn
εγκάρδιος
Other Greek words related to εγκάρδιος
- αποσπασμένος
- μακρινό
- ξηρός
- κρατημένος
- ντροπαλός
- αποσυρμένος
- απόμακρος
- αντικοινωνικός
- αδιάφορος
- Ακοινωνικός
- κλινικός
- κρύος
- Ψυχρός στα μάτια
- κουλ
- αδιάφορος
- αποστασιοποιημένος
- παγωμένος
- σκληρός
- απρόσωπος
- αδιάφορος
- Εσωστρεφής
- Μισάνθρωπος
- απόμακρος
- επαγγελματίας
- υπολειπόμενος
- ερημίτης
- απομακρυσμένος
- ντροπαλός
- σιωπηλός
- απόμακρος-η-ο
- άκαμπτος
- Ανεπηρέαστος
- ακοινώνητος
- αντικοινωνικός
- Ασύλλογος
- κουμπωμένο
- κλίκας
- διστακτικός
- Αδιάφορος
- ασυγκοινώνητος
- συγκρατημένος
- αδιέξοδο
- σιωπηλός
- άκοινωνήτος
- αδιάφορος
Nearest Words of indrawn
Definitions and Meaning of indrawn in English
indrawn (s)
tending to reserve or introspection
indrawn (a.)
Drawn in.
FAQs About the word indrawn
εγκάρδιος
tending to reserve or introspectionDrawn in.
αποσπασμένος,μακρινό,ξηρός,κρατημένος,ντροπαλός,αποσυρμένος,απόμακρος,αντικοινωνικός,αδιάφορος ,Ακοινωνικός
Φιλικός,δώρο,συλλογικός,κοινωτικός,φιλικός,Φιλικός,εκτατικός,εξωστρεφής,εξωστρεφής,φλύαρος
indraught => εισροή, indra => Ίντρα, indoxylic => ινδοξυλικός, indoxyl => Ινδοξύλιο, indowment => δωρεά,