Greek Meaning of indrawn

εγκάρδιος

Other Greek words related to εγκάρδιος

Definitions and Meaning of indrawn in English

Wordnet

indrawn (s)

tending to reserve or introspection

Webster

indrawn (a.)

Drawn in.

FAQs About the word indrawn

εγκάρδιος

tending to reserve or introspectionDrawn in.

αποσπασμένος,μακρινό,ξηρός,κρατημένος,ντροπαλός,αποσυρμένος,απόμακρος,αντικοινωνικός,αδιάφορος ,Ακοινωνικός

Φιλικός,δώρο,συλλογικός,κοινωτικός,φιλικός,Φιλικός,εκτατικός,εξωστρεφής,εξωστρεφής,φλύαρος

indraught => εισροή, indra => Ίντρα, indoxylic => ινδοξυλικός, indoxyl => Ινδοξύλιο, indowment => δωρεά,