Greek Meaning of indubitability

αδιαμφισβήτητος

Other Greek words related to αδιαμφισβήτητος

Definitions and Meaning of indubitability in English

Wordnet

indubitability (n)

the quality of being beyond question or dispute or doubt

FAQs About the word indubitability

αδιαμφισβήτητος

the quality of being beyond question or dispute or doubt

βέβαιος,Καταληκτικός,ορισμένος,αδιαμφισβήτητος,αναμφισβήτητος,αδιαμφισβήτητο,αναμφισβήτητος,αδιαμφισβήτητος,αδιαμφισβήτητος,θετικός

υπεύθυνος,αμφιλεγόμενος,αμφιλεγόμενος,αμφιλεγόμενος,αμφισβητήσιμος,αμφισβητούμενο,αμφίβολος,αμφισβητήσιμος,Διαπραγματεύσιμο,προβληματικός

indubious => αναμφισβήτητος, indris => Ινδρίς, indriidae => Lemuridae, indri indri => ινδρί ινδρί, indri brevicaudatus => Ινδρί,