Greek Meaning of contradictable
αντιφατικός
Other Greek words related to αντιφατικός
- αμφιλεγόμενος
- αμφιλεγόμενος
- αμφιλεγόμενος
- αμφισβητήσιμος
- αμφισβητούμενο
- αμφίβολος
- αμφισβητήσιμος
- Διαπραγματεύσιμο
- προβληματικός
- προβληματικός
- αμφισβητήσιμος
- ανατρέψιμος
- αβέβαιος
- ακαδημαϊκός
- ακαδημαϊκός
- ασαφής
- συζήτησαν
- αμφίβολος
- αμφίβολος
- υποθετικός
- αμφίβολο
- αναποφάσιστος
- αναποφάσιστος
- Εκδοτέο
- τρεμάμενος
- εικαζόμενο
- θεωρητικός
- θεωρητικός
- Αμφιλεγόμενος
- αμφίβολος
- επιτευχθείς
- βέβαιος
- αναμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητο
- αναμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητος
- θετικός
- εγκαταστημένος
- σίγουρα
- Απάντητη
- αναμφισβήτητος
- αναντίρρητος
- Αδιαμφισβήτητος
- αναμφισβήτητο
- απόλυτος
- σαφής
- αποφασιστικός
- ορισμένος
- αναμφίβολα
- αδιαμφισβήτητος
- αναμφίβολο
- αναμφίβολος
- αναμφισβήτητος
- Αδιαμφισβήτητο
- Καταληκτικός
- αδιαφιλονίκητος
- αδιαμφισβήτητος
Nearest Words of contradictable
- contracts (for) => συμβόλαια (για)
- contracts => συμβόλαια
- contractions => Συγκρούσεις
- contracting (for) => σύναψη συμβάσεων (για)
- contracted (for) => (συμβόλαιο (για))
- contract (for) => (σύμβαση (για))
- contours => Υψομετρικές καμπύλες
- contorting => στρεβλώνοντας
- continuums => συνεχείς
- continuities => οι συνέχειες
Definitions and Meaning of contradictable in English
contradictable
to say the opposite of what someone else has said, to be opposed or contrary to, to imply the opposite or a denial of, to assert the contrary of
FAQs About the word contradictable
αντιφατικός
to say the opposite of what someone else has said, to be opposed or contrary to, to imply the opposite or a denial of, to assert the contrary of
αμφιλεγόμενος,αμφιλεγόμενος,αμφιλεγόμενος,αμφισβητήσιμος,αμφισβητούμενο,αμφίβολος,αμφισβητήσιμος,Διαπραγματεύσιμο,προβληματικός,προβληματικός
επιτευχθείς,βέβαιος,αναμφισβήτητος,αδιαμφισβήτητο,αναμφισβήτητος,αδιαμφισβήτητος,αδιαμφισβήτητος,αδιαμφισβήτητος,θετικός,εγκαταστημένος
contracts (for) => συμβόλαια (για), contracts => συμβόλαια, contractions => Συγκρούσεις, contracting (for) => σύναψη συμβάσεων (για), contracted (for) => (συμβόλαιο (για)),