Greek Meaning of issuable
Εκδοτέο
Other Greek words related to Εκδοτέο
- αμφιλεγόμενος
- αμφισβητήσιμος
- αμφισβητήσιμος
- Διαπραγματεύσιμο
- αμφισβητήσιμος
- ασαφής
- αμφιλεγόμενος
- αμφιλεγόμενος
- συζήτησαν
- αμφισβητούμενο
- αμφίβολος
- προβληματικός
- εικαζόμενο
- αβέβαιος
- Αμφιλεγόμενος
- ακαδημαϊκός
- ακαδημαϊκός
- αμφίβολος
- αμφίβολος
- υποθετικός
- αμφίβολο
- αναποφάσιστος
- αναποφάσιστος
- προβληματικός
- ανατρέψιμος
- τρεμάμενος
- θεωρητικός
- θεωρητικός
- αντιφατικός
- επιτευχθείς
- βέβαιος
- ορισμένος
- αναμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητο
- αναμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητος
- θετικός
- εγκαταστημένος
- σίγουρα
- Απάντητη
- αναμφισβήτητος
- αναντίρρητος
- Αδιαμφισβήτητος
- αναμφισβήτητο
- απόλυτος
- Καταληκτικός
- αποφασιστικός
- αναμφίβολα
- αδιαμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητος
- αναμφίβολο
- αναμφίβολος
- αναμφισβήτητος
- Αδιαμφισβήτητο
- σαφής
- αδιαφιλονίκητος
- αδιαμφισβήτητος
Nearest Words of issuable
- issachar => Ισαχάρ
- israelitish => ισραηλιτικός
- israelitic => ισραηλιτικός
- israelites => Ισραηλίτες
- israelite => Ισραηλίτης
- israeli monetary unit => Ισραηλινή νομισματική μονάδα
- israeli defense force => Ισραηλινή Αμυντική Δύναμη
- israeli => ισραηλινός
- israel zangwill => Ισραήλ Ζάνγκγουιλ
- israel strassberg => Ισραήλ Στράσμπεργκ
Definitions and Meaning of issuable in English
issuable (a.)
Leading to, producing, or relating to, an issue; capable of being made an issue at law.
Lawful or suitable to be issued; as, a writ issuable on these grounds.
FAQs About the word issuable
Εκδοτέο
Leading to, producing, or relating to, an issue; capable of being made an issue at law., Lawful or suitable to be issued; as, a writ issuable on these grounds.
αμφιλεγόμενος,αμφισβητήσιμος,αμφισβητήσιμος,Διαπραγματεύσιμο,αμφισβητήσιμος,ασαφής,αμφιλεγόμενος,αμφιλεγόμενος,συζήτησαν,αμφισβητούμενο
επιτευχθείς,βέβαιος,ορισμένος,αναμφισβήτητος,αδιαμφισβήτητο,αναμφισβήτητος,αδιαμφισβήτητος,αδιαμφισβήτητος,θετικός,εγκαταστημένος
issachar => Ισαχάρ, israelitish => ισραηλιτικός, israelitic => ισραηλιτικός, israelites => Ισραηλίτες, israelite => Ισραηλίτης,