Greek Meaning of issuing
έκδοση
Other Greek words related to έκδοση
- Κατασκευή
- παραγωγή
- δημοσίευση
- έκδοση
- Απελευθέρωση
- διαφημίσεις
- ανακοίνωση
- εκπομπή
- κυκλοφορία
- coming out
- δήλωση
- Διάδοση
- διανομή
- Ειδοποίηση
- αναγγελία
- προαγωγή
- διάδοση
- βάζω έξω
- μετάδοση
- ερχομός
- Ευαγγελισμός
- εμφάνιση
- άφιξη
- επικοινωνία
- ντεμπούτο
- ντεμπούτο
- ανάδυση
- προφορά
- έκδοση
- προπαγάνδα
- διαφήμιση
- διαδίδω
- Συνδικαλισμός
Nearest Words of issuing
Definitions and Meaning of issuing in English
issuing (n)
the act of providing an item for general use or for official purposes (usually in quantity)
issuing (p. pr. & vb. n.)
of Issue
FAQs About the word issuing
έκδοση
the act of providing an item for general use or for official purposes (usually in quantity)of Issue
Κατασκευή,παραγωγή,δημοσίευση,έκδοση,Απελευθέρωση,διαφημίσεις,ανακοίνωση,εκπομπή,κυκλοφορία,coming out
καταστολή,Λογοκρισία
issuer => εκδότης, issueless => απρόβλητος, issued => εκδόθηκε, issue forth => εκδίδω, issue => ζήτημα,