Greek Meaning of issueless

απρόβλητος

Other Greek words related to απρόβλητος

Definitions and Meaning of issueless in English

Webster

issueless (a.)

Having no issue or progeny; childless.

FAQs About the word issueless

απρόβλητος

Having no issue or progeny; childless.

συνέπεια,αποτέλεσμα,Αποτέλεσμα,προϊόν,Αποτέλεσμα,συνισταμένη,επακόλουθο,παροπλισμός,παιδί,Συμπέρασμα

βάση,επειδή,εξέταση,παράγοντας,περίσταση,λόγος,προηγούμενο,βάση,αιτιότητα,ορίζουσα

issued => εκδόθηκε, issue forth => εκδίδω, issue => ζήτημα, issuant => εκδότης, issuance => έκδοση,