Greek Meaning of aftershock

μετασεισμός

Other Greek words related to μετασεισμός

Definitions and Meaning of aftershock in English

Wordnet

aftershock (n)

a tremor (or one of a series of tremors) occurring after the main shock of an earthquake

FAQs About the word aftershock

μετασεισμός

a tremor (or one of a series of tremors) occurring after the main shock of an earthquake

Σεισμός,Προκλονισμός,σεισμός,σοκ,σεισμός,τρόμος,σπασμοί,αναταραχή,κατακλυσμός,Μικρό σεισμός

βάση,επειδή,εξέταση,παράγοντας,περίσταση,λόγος,προηγούμενο,βάση,αιτιότητα,ορίζουσα

after-shave lotion => λοσιόν μετά το ξύρισμα, after-shave => λοσιόν μετά το ξύρισμα, aftershafted => με ουραίο μίσχο, aftershaft => Επίρρινο φτερό, aftersensation => επίγευση,