FAQs About the word afters

επιδόρπιο

a dish served as the last course of a meal

καραμέλα,επιδόρπιο,Ζαχαροπλαστική,Κινέζοι,γλυκά,γλυκό,ζαχαροπλαστική,Ζαχαροπλαστείο,γλυκό

No antonyms found.

afterpiece => ἐπίμετρο, afterpains => Μεταγεννητικές συσπάσεις, after-note => παρκείμενη νότα, afternoon tea => Απογευματινό τσάι, afternoon => απόγευμα,