Greek Meaning of afters
επιδόρπιο
Other Greek words related to επιδόρπιο
Nearest Words of afters
- after-sails => μετά τα πανιά
- after-school => εξωσχολικός
- aftersensation => επίγευση
- aftershaft => Επίρρινο φτερό
- aftershafted => με ουραίο μίσχο
- after-shave => λοσιόν μετά το ξύρισμα
- after-shave lotion => λοσιόν μετά το ξύρισμα
- aftershock => μετασεισμός
- aftertaste => επίγευση
- afterthought => μετέπειτα σκέψη
Definitions and Meaning of afters in English
afters (n)
a dish served as the last course of a meal
FAQs About the word afters
επιδόρπιο
a dish served as the last course of a meal
καραμέλα,επιδόρπιο,Ζαχαροπλαστική,Κινέζοι,γλυκά,γλυκό,ζαχαροπλαστική,Ζαχαροπλαστείο,γλυκό
No antonyms found.
afterpiece => ἐπίμετρο, afterpains => Μεταγεννητικές συσπάσεις, after-note => παρκείμενη νότα, afternoon tea => Απογευματινό τσάι, afternoon => απόγευμα,