FAQs About the word censorship

Λογοκρισία

counterintelligence achieved by banning or deleting any information of value to the enemy, deleting parts of publications or correspondence or theatrical perfor

καταστολή

έκδοση,παραγωγή,δημοσίευση,έκδοση,Απελευθέρωση,coming out,Κατασκευή,βάζω έξω,Συνδικαλισμός

censorious => επικριτικός, censoring => Λογοκρισία, censorian => λογοκριτικός, censorial => επικριτικός, censored => λογοκριμένος,