Greek Meaning of moot
αμφισβητήσιμος
Other Greek words related to αμφισβητήσιμος
- αμφιλεγόμενος
- αμφιλεγόμενος
- αμφισβητήσιμος
- αμφισβητήσιμος
- ασαφής
- αμφιλεγόμενος
- συζήτησαν
- αμφισβητούμενο
- αμφίβολος
- Εκδοτέο
- Διαπραγματεύσιμο
- προβληματικός
- Αμφιλεγόμενος
- ακαδημαϊκός
- ακαδημαϊκός
- αμφίβολος
- αμφίβολος
- υποθετικός
- αμφίβολο
- αναποφάσιστος
- αναποφάσιστος
- προβληματικός
- ανατρέψιμος
- τρεμάμενος
- εικαζόμενο
- θεωρητικός
- θεωρητικός
- αβέβαιος
- αντιφατικός
- επιτευχθείς
- βέβαιος
- ορισμένος
- αδιαμφισβήτητος
- αναμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητο
- αναμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητος
- αδιαμφισβήτητος
- θετικός
- εγκαταστημένος
- σίγουρα
- Απάντητη
- αναμφισβήτητος
- αναντίρρητος
- Αδιαμφισβήτητος
- αναμφισβήτητο
- Αδιαμφισβήτητο
- απόλυτος
- σαφής
- Καταληκτικός
- αποφασιστικός
- αναμφίβολα
- αναμφίβολο
- αναμφίβολος
- αδιαμφισβήτητος
- αναμφισβήτητος
- αδιαφιλονίκητος
Nearest Words of moot
- moot court => Δικαστικό Εργαστήριο
- mootable => αμφισβητήσιμος
- moote => αμφισβητούμενος
- mooted => προτεινόμενο
- mooter => προσποιούμενος διάδικος
- moot-hall => Δημαρχείο
- moot-hill => λόφος της συνέλευσης
- moot-house => δικαστήριο
- mooting => προσομοίωση δίκης
- mootman => <span style="text-transform:uppercase">ΕΝΟΡΚΟΣ</span>
Definitions and Meaning of moot in English
moot (n)
a hypothetical case that law students argue as an exercise
moot (v)
think about carefully; weigh
moot (s)
of no legal significance (as having been previously decided)
open to argument or debate
moot (v.)
See 1st Mot.
A discussion or debate; especially, a discussion of fictitious causes by way of practice.
moot (n.)
A ring for gauging wooden pins.
A meeting for discussion and deliberation; esp., a meeting of the people of a village or district, in Anglo-Saxon times, for the discussion and settlement of matters of common interest; -- usually in composition; as, folk-moot.
moot (v. t.)
To argue for and against; to debate; to discuss; to propose for discussion.
Specifically: To discuss by way of exercise; to argue for practice; to propound and discuss in a mock court.
moot (v. i.)
To argue or plead in a supposed case.
moot (a.)
Subject, or open, to argument or discussion; undecided; debatable; mooted.
moot ()
of Mot
FAQs About the word moot
αμφισβητήσιμος
a hypothetical case that law students argue as an exercise, think about carefully; weigh, of no legal significance (as having been previously decided), open to
αμφιλεγόμενος,αμφιλεγόμενος,αμφισβητήσιμος,αμφισβητήσιμος,ασαφής,αμφιλεγόμενος,συζήτησαν,αμφισβητούμενο,αμφίβολος,Εκδοτέο
επιτευχθείς,βέβαιος,ορισμένος,αδιαμφισβήτητος,αναμφισβήτητος,αδιαμφισβήτητο,αναμφισβήτητος,αδιαμφισβήτητος,αδιαμφισβήτητος,αδιαμφισβήτητος
moose-wood => Ξύλο ελαφιού, moosewood => moosewood, moose => Άλκη, moory => ελώδης, moorwort => ηπατικά,