FAQs About the word mooter

προσποιούμενος διάδικος

A disputer of a mooted case.

No synonyms found.

No antonyms found.

mooted => προτεινόμενο, moote => αμφισβητούμενος, mootable => αμφισβητήσιμος, moot court => Δικαστικό Εργαστήριο, moot => αμφισβητήσιμος,