Greek Meaning of mop
σφουγγαρίστρα
Other Greek words related to σφουγγαρίστρα
- πινέλο
- Καθαρός
- χτένα
- σκόνη
- ξέπλυμα χρήματος
- ξέβγαλμα
- καθαρισμός
- Σαμπουάν
- σφουγγάρι
- Βαμβακοφόρος
- σκουπίζω
- κενό
- πλύσιμο
- Σκουπίζω
- καθαρίζω
- απολυμαίνω
- καθαρίζω
- Απολυμαίνω
- Στεγνό καθάρισμα
- καθάρισμα
- κάθαρση
- καθαρίζω
- Απολύμανση
- τρίβω
- αποδεικνύεται
- φωτίζω
- Αποσμητικό
- ανανεώνω
- γι
- στολίζω
- ευθυγραμμίζω (πάνω)
- Γλυκαίνω
- τακτοποιημένος
Nearest Words of mop
- mootmen => mootmen
- mootman => <span style="text-transform:uppercase">ΕΝΟΡΚΟΣ</span>
- mooting => προσομοίωση δίκης
- moot-house => δικαστήριο
- moot-hill => λόφος της συνέλευσης
- moot-hall => Δημαρχείο
- mooter => προσποιούμενος διάδικος
- mooted => προτεινόμενο
- moote => αμφισβητούμενος
- mootable => αμφισβητήσιμος
Definitions and Meaning of mop in English
mop (n)
cleaning implement consisting of absorbent material fastened to a handle; for cleaning floors
mop (v)
to wash or wipe with or as if with a mop
make a sad face and thrust out one's lower lip
mop (n.)
A made-up face; a grimace.
An implement for washing floors, or the like, made of a piece of cloth, or a collection of thrums, or coarse yarn, fastened to a handle.
A fair where servants are hired.
The young of any animal; also, a young girl; a moppet.
mop (v. i.)
To make a wry mouth.
mop (v. t.)
To rub or wipe with a mop, or as with a mop; as, to mop a floor; to mop one's face with a handkerchief.
FAQs About the word mop
σφουγγαρίστρα
cleaning implement consisting of absorbent material fastened to a handle; for cleaning floors, to wash or wipe with or as if with a mop, make a sad face and thr
πινέλο,Καθαρός,χτένα,σκόνη,ξέπλυμα χρήματος,ξέβγαλμα,καθαρισμός,Σαμπουάν,σφουγγάρι,Βαμβακοφόρος
λασπωμένος,ρυπαίνω,κηλίδα,λερώνω,μαύρισμα,βεβηλώνω,αποχρωματίζω,Έδαφος,κουκκίδα,κηλίδα
mootmen => mootmen, mootman => <span style="text-transform:uppercase">ΕΝΟΡΚΟΣ</span>, mooting => προσομοίωση δίκης, moot-house => δικαστήριο, moot-hill => λόφος της συνέλευσης,