Greek Meaning of discolor
αποχρωματίζω
Other Greek words related to αποχρωματίζω
- Δυσφημώ
- λερώνω
- μαύρισμα
- ατέλεια
- θολό
- σκουraίνει
- υποβαθμίζω
- ουλή
- ρυπαίνω
- Μουντζούρα
- λεκιάζω
- στίγμα
- Έδαφος
- χαλάω
- κηλίδα
- μολύνω
- κηλίδα
- πίσσα
- μαυρίζω
- ταπεινώνω
- λερώνω
- φτηνύνω
- υποτιμάω
- ταπεινώνω
- διαφθείρω
- δυσφήμηση
- ατίμωση
- ντροπή
- [παραμορφωμένο]
- φάουλ
- ντροπή
- ανατρέπω
- αγγίζω
- ακυρώνω
- καταστρέφω
- χρώμα
- Ακολασία
- απογοήτευω
- Χαμηλότερος
- νιπτήρας
Nearest Words of discolor
Definitions and Meaning of discolor in English
discolor (v)
lose color or turn colorless
cause to lose or change color
change color, often in an undesired manner
discolor (v. t.)
To alter the natural hue or color of; to change to a different color; to stain; to tinge; as, a drop of wine will discolor water; silver is discolored by sea water.
To alter the true complexion or appearance of; to put a false hue upon.
FAQs About the word discolor
αποχρωματίζω
lose color or turn colorless, cause to lose or change color, change color, often in an undesired mannerTo alter the natural hue or color of; to change to a diff
Δυσφημώ,λερώνω,μαύρισμα,ατέλεια,θολό,σκουraίνει,υποβαθμίζω,ουλή,ρυπαίνω,Μουντζούρα
καθαρίζω,ανυψώνω,καθαρίζω,ανεβάζω στην τάξη,δοξάζω,μεγενθύνω,αύξηση,ευγενίζω,αφιερώνω,κούφιος
discolith => Δισκόλιθος, discoidal => Δισκοειδής, discoid lupus erythematosus => Ερυθηματώδης λύκος, discoid => δισκοειδής, discoherent => Ασύνδετος,